τσιγκέλι — και τσιγγέλι και τσεγγέλι, το, Ν 1. σιδερένιο άγκιστρο, ιδίως για το κρέμασμα κρεάτων σε κρεοπωλείο 2. σιδερένιο εργαλείο με πολλά αγκίστρια για την ανέλκυση αντικειμένων που έχουν πέσει σε πηγάδι ή σε μεγάλο βάθος νερού 3. φρ. «με το τσιγκέλι… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
Liste der Berge in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv ehem. Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2917 Olymp (Olymbos)[1] … Deutsch Wikipedia
Liste der Berge oder Erhebungen in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2.917 Olymp (Olymbos)[1] Pieria … Deutsch Wikipedia
άγκινας — ο και αγκινάρι, το 1. τσιγκέλι, αρπάγη, άγκιστρο 2. το κυρτό πάνω άκρο τού αδραχτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὄγκινος (= αγκίστρι) … Dictionary of Greek
άγκιστρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 410 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Βρίσκεται κοντά στη μεθόριο με τη Βουλγαρία. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας, που περιλαμβάνει μόνο τον οικισμό Ά. * * * το (Α ἄγκιστρον) 1. αλιευτικό… … Dictionary of Greek
αγγρίφι — και αγρίφι, το 1. άγκιστρο, γάντζος, τσιγκέλι 2. ο άγγριφας* 3. καθετί που αγκυλώνει, ακίδα, αγκάθι, αιχμή 4. στον πληθ. τα αγγρίφια μυτεροί και απότομοι βράχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγρίφιον < ἀγρίφιον, υποκοριστικό τού μτγν. ουσ. ἀγρίφη… … Dictionary of Greek
τσεγγέλι — το, Ν βλ. τσιγκέλι … Dictionary of Greek
τσιγγέλι — το, Ν βλ. τσιγκέλι … Dictionary of Greek
cinghel — cinghél (cinghéluri), s.n. 1. Cerc, inel, fretă. 2. Cîrlig. – Mr. cinghelu, megl. cenghiel. – tc. çengel cîrlig (Roesler 608; Şeineanu, II, 127); cf. ngr. tsinhéli, alb., bg., sb. čengel. – [1933] Trimis de dingusor, 14.11.2008. Sursa: DER … Dicționar Român